Άγγελος, οδηγός και πολυτεχνίτης*
Ο Άγγελος μιλάει για τον καπιταλισμό, την επίδραση του στη ζωή μας και την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. <br />
Προσδίδει στα Εξάρχεια ένα ρόλο αφύπνισης ως σημείο αναφοράς κάποιων δράσεων, αλλά και αποπροσανατολισμού από τις ουσιαστικές κοινωνικές ανάγκες. Θεωρεί ότι για την εξουσία λειτούργησε ως «το μπαλόνι το οποίο μπορούσε να ξεφουσκώσει την οργή». <br />
Είναι απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. <br />
Μιλάει για την έλευση της οικογένειάς του στην Αθήνα, την εξορία και το θάνατο του πατέρα του, την καταγωγή του. <br />
Για τους τόπους που έχει ζήσει και εργαστεί, τους δύο γάμους του και τη σχέση με τις πρώην συζύγους του.<br />
Περιγράφει το αγαπημένο του μονοπάτι στο Λόφο του Στρέφη, αλλά και μια διαδρομή από την οδό Μεταξά, στο Λυκαβηττό και στο Πάρκο Αγίου Νικολάου, περνώντας από διάφορα στέκια της εποχής. <br />
Ως προσωπικό στόχο ζωής ορίζει τα ταξίδια. <br />
Εργάστηκε ως μπάρμαν, DJ, υπεύθυνος και ιδιοκτήτης μπαρ, οικοδόμος, όπως και σε αγροτικές δουλείες. Το βασικό του επάγγελμα είναι οδηγός (σωφέρ), το οποίο και εξασκεί μέχρι σήμερα.<br />
Στο ένδοξο «Μικρό Καφέ», γνώρισε προσωπικά μεγάλους εκπρόσωπους της τέχνης και φιλοσοφίας ,όπως η Γώγου, ο Σιδηρόπουλος, ο Άσιμος, τους οποίους αναγνωρίζει κατά κάποιο τρόπο ως μέντορες του. Μιλάει και για άλλα στέκια που αγαπά.<br />
Η παρουσία του Πολυτεχνείου και των υπολοίπων Σχολών καθόρισε ένα χώρο διατριβής ιδεών και εμπόδισε τη γρήγορη εμπλοκή των ναρκωτικών στην γειτονιά. <br />
Οι δράσεις τους χαρακτηρίζονταν από καλή πρόθεση – πλέον, όμως, έχουν παρεισφήσει περιθωριακά στοιχεία, δημιουργώντας ανασφάλεια.<br />
Την περίοδο ’83-’84, «από τη μία οι μπάτσοι που κράδαιναν τα όπλα στην κατάληψη και εν αδίκω χτυπάνε , όταν πίσω τους πουλούσαν πρέζα»- με την πρέζα να αποτελεί πλέον βασική αιτία παρακμής της περιοχής. <br />
Αναγνωρίζει ένα πραγματικό έργο αμφισβήτησης της εξουσίας σε μη αναρχικούς συγγραφείς της εποχής όπως ο Γ. Σκούρτης, οι οποίοι βάσιζαν τη δράση τους στο διάλογο, ενώ «τότε η εξακρίβωση στοιχείων ακόμη και για τσιγάρα» και οι εισβολές σε μαγαζιά (πλιάτσικο) ήταν μια καθημερινότητα, συγκρίσιμη με τη σημερινή. <br />
Αγανακτεί με την αποδοχή της μόνιμης παρουσίας της αστυνομίας. <br />
Νοσταλγεί στιγμές γιορτής στους δρόμους και εκδηλώσεις αλληλεγγύης, που άλλοτε χαρακτήριζαν την περιοχή. <br />
Παρατηρεί μια διαφορά ταχύτητας στις μεταβάσεις των δεκαετιών ’80-’90 και ’90-’00, λόγω της εξέλιξης της επικοινωνίας. <br />
Σχολιάζει την αλλοίωση της έννοιας της αλληλεγγύης, που σφετερίζονται ακόμη και οι πιο αντιδραστικοί κύκλοι, θυμίζοντας «συμπεριφορές της αποικιοκρατίας». Θεωρεί πως η έννοια αυτή υφίσταται παραδοσιακά στην γειτονιά των Εξαρχείων.<br />
Θεωρεί ότι η εξουσία εκμεταλλεύεται ακραία τις δεδομένες συγκυρίες και η τηλεόραση κάνει προπαγάνδα – απέναντι σε έναν κόσμο ευκολόπιστο, οργισμένο, χωρίς όραμα, φοβισμένο και όμηρο συγχρόνως.<br />
Προτείνει την αναδιαμόρφωση των νεοκλασικών και μια αναθεώρηση στη νοοτροπία της βαρβαρικής τέχνης, όπως ονομάζει τα συνθήματα στους τοίχους. Τα<br />
η δημιουργία περισσοτέρων αυτοδιαχειριζόμενων, επιμορφωτικών και πολιτιστικών δημόσιων χώρων, με μαχητική παρουσία στη γειτονιά. Στηρίζει τις ελπίδες του στη νέα γενιά. <br />
Τέλος, θίγει το ζήτημα της φτώχειας και πως αυτό εμφανίζεται σε κάθε θρησκεία. <br />
<br />
Άκου την ιστορία εδώ >>
https://soundcloud.com/troubadoursdigital/sabarbar-project-agian_akaval <br />
<br />
*H συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης SaBarBar. H δράση αποτελεί μέρος του co-Athens που υλοποιείται από το ευρωπαϊκό πιλοτικό πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων Curing the Limbo. Το πρόγραμμα συγχρηματοδοτείται από το ΕΤΠΑ στο πλαίσιο του προγράμματος UIA.<br />
<br />